αχολον

αχολον
    ἄχολον
    τό Arst. = ἀχολία См. αχολια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αχολον" в других словарях:

  • ἄχολον — ἄχολος lacking gall masc/fem acc sg ἄχολος lacking gall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nepenthe — For other meanings of nepenthe , see Nepenthe (disambiguation). Nepenthe  /nɨˈ …   Wikipedia

  • Непенф — Cтеклянный флакон, Древний Египет, Новое царство Непенф, непент, непента, непентес (греч …   Википедия

  • άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους …   Dictionary of Greek

  • επίληθος — ἐπίληθος, ον (Α) [επιλήθω] αυτός που φέρνει τη λήθη («νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»